ακτινοσκοπώ

ακτινοσκοπώ
(ε) μετ. исследовать рентгеновскими лучами; производить рентгеноскопию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακτινοσκοπώ" в других словарях:

  • ακτινοσκοπώ — [ακτινοσκόπος] κάνω ακτινοσκόπηση …   Dictionary of Greek

  • ακτινοσκοπώ — ησα, ήθηκα, εξετάζω με ακτίνες Χ: Στην αρχή της σχολικής χρονιάς ακτινοσκοπήθηκαν σχεδόν όλοι οι μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινοσκόπος — ο, η γιατρός που εκτελεί ακτινοσκοπήσεις, ακτινολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σκόπος < σκοπός, σκοποῦμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοσκοπώ] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοσκοπώ — έω, Ν [ραδιοσκόπος] ακτινοσκοπώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»